πρηνιστής

πρηνιστής
ο, Ν
(ενν. μυς) ανατ. ονομασία δύο μυών τού αντιβραχίου τών οποίων προορισμός είναι να προκαλούν την κίνηση πρηνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνίζω. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πρηνισταί, μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”